ἀγρυπνία

ἀγρυπνία
ἀγρυπνία, ας, ἡ (s. ἀγρυπνέω; Hdt. et al.; BGU 1764, 9 [I B.C.]; Sir 31:2; 38:26 al.; 2 Macc 2:26; TestSol 18:32; Jos., Bell. 3, 318)
the state of remaining awake because one is unable to go to sleep, sleeplessness lit., only pl. (SIG 1169, 50) ἐν ἀγρυπνίαις with sleepless nights (and other hardships, as X., Mem. 4, 5, 9; Plut., Mor. 135e, Sertor. 574 [13, 2] πόνοι, ὁδοιπορίαι, ἀγρυπνίαι, Sulla 470 [28, 14] ἀγρυπνίαι κ. κόποι) 2 Cor 6:5; 11:27. (On the rhetorical figure “peristasis” s. AFridrichsen, SymbOsl 7, 1928, 25–29; 8, 1929, 78–82; K. Hum. Vetensk.-Samfundet i. Upps. Årsbok ’43, 31–34; Danker, Benefactor 363–64, Augsburg Comm.: 2 Cor ’89, 89–91.)
the state of being alertly concerned, care fig. ext. of 1 (SEG VIII, 548, 30 [I B.C.]; Sir 42:9 to the extent of causing loss of sleep) B 21:7 (w. ἐπιθυμία; but there is no suggestion of sleeplessness in the context).—M-M. TW. Sv.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀγρυπνία — ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc/acc dual ἀγρυπνίᾱ , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρυπνίᾳ — ἀγρυπνίαι , ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγρυπνία — και αγρύπνια, η (Α ἀγρυπνία) [ἄγρυπνος] το να μην κοιμάται κανείς τη νύχτα, αϋπνία, το ξαγρύπνημα μσν. νεοελλ. ολονύκτια εκκλησιαστική ακολουθία, που τελείται την παραμονή ορισμένων εορτών αρχ. το χρονικό διάστημα τής φρούρησης, τής σκοπιάς 2.… …   Dictionary of Greek

  • αγρύπνια — η εκούσια ή ακούσια στέρηση του ύπνου: Το νυχτέρι είναι εκούσια αγρύπνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρυπνία — η ολονύχτια εκκλησιαστική ακολουθία: Στα μοναστήρια οι αγρυπνίες είναι κατανυκτικές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγρυπνία ή αγρυπνιά ή αγρύπνια — Το να μένει κανείς άγρυπνος τη νύχτα είτε χωρίς τη θέλησή του (εξαιτίας αρρώστιας, νευρικής ταραχής κλπ.), είτε με τη θέλησή του· η δέηση μέσα στον ναό για τη θεραπεία ασθενούς. (Θρησκ.)Η α. απαντάται σε μεγάλη έκταση στην εθιμική ζωή πολλών λαών …   Dictionary of Greek

  • ἀγρυπνίας — ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc pl ἀγρυπνίᾱς , ἀγρυπνία sleeplessness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρυπνίαι — ἀγρυπνία sleeplessness fem nom/voc pl ἀγρυπνίᾱͅ , ἀγρυπνία sleeplessness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρυπνίαν — ἀγρυπνίᾱν , ἀγρυπνία sleeplessness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρυπνιῶν — ἀγρυπνία sleeplessness fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγρυπνίαις — ἀγρυπνία sleeplessness fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”